Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

Το βασίλειο των μανιταριών κινδυνεύει από τον άνθρωπο

https://dialogos.com.cy/blog/to-vasilio-ton-manitarion-kindinevi-apo-ton-anthropo/
«…Διότι πρέπει να έχει
ο στρατιώτης το τσιγάρο του,
το μικρό παιδί την κούνια του
κι ο ποιητής τα μανιτάρια του»
Νίκος Εγγονόπουλος, «Πρωινό τραγούδι»
MANITARIA (2)
Του Σπύρου Σωτηρίου
«Η φύση δεν παραβαίνει ποτέ τους δικούς της κανόνες», είχε πει ο Πάμπλο Πικάσο… Ο άνθρωπος όμως παραβαίνει τους κανόνες της φύσης προκαλώντας αλυσιδωτά προβλήματα στο οικοσύστημα που τον βοηθά να αναπνεύσει, να τραφεί, να ζήσει.
Αυτή την περίοδο στην Κύπρο ξεκίνησε η συλλογή άγριων μανιταριών που αποτελούν ένα υψηλής γαστρονομικής αξίας έδεσμα στον τόπο μας. Η διαδικασία περισυλλογής, το ξέπλυμα, το καθάρισμα, το μαγείρεμα, το σερβίρισμα των μανιταριών αποτελούν ιεροτελεστία για τους μερακλήδες.
Δυστυχώς όμως τα τελευταία χρόνια η μανιταροσυλλογή στην κυπριακή φύση έγινε ανεξέλεγκτη για εμπορικούς λόγους. Τα κοκκινομανίταρα που αποτελούν το πιο γνωστό φαγώσιμο μανιτάρι της κυπριακής φύσης πωλούνται από 20 μέχρι και 30 ευρώ το κιλό. Στην οικονομική κρίση που διανύουμε η υψηλή τιμή πώλησης αποτελεί κίνητρο για τους μανιταροσυλλέκτες, πολλοί εκ των οποίων πλέον δεν αρκούνται στο να μαζέψουν μερικά μανιτάρια για τη δική τους απόλαυση, αλλά προχωρούν σε μαζική και απρόσεκτη συλλογή για να έχουν ένα έξτρα εισόδημα. Η ανεξέλεγκτη όμως συλλογή μανιταριών προκαλεί τεράστια προβλήματα στο οικοσύστημα.
Παρόλο που ψηφίστηκε νομοθεσία για προστασία του οικοσυστήματος, εντούτοις αυτή δεν εφαρμόζεται.
MANITARIA (3)
Χιλιάδες είδη μανιταριών… ελάχιστες μελέτες
Μπορεί στην Κύπρο να έχουμε πολλούς μανιταροσυλλέκτες και η κατανάλωση μανιταριών να φτάνει σε πολύ υψηλά επίπεδα, εντούτοις η μελέτη βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα και επαφίεται σε εθελοντές φυσιολάτρες που μελετούν τα μανιτάρια στον ελεύθερό τους χρόνο. Ενας από αυτούς είναι ο ανεξάρτητος ερευνητής και πρόεδρος του Μυκητολογικού Συνδέσμου, Μιχάλης Λοϊζίδης.
Ο κ. Λοϊζίδης σημειώνει ότι τα τελευταία δέκα χρόνια ξεκίνησαν να γίνονται μελέτες για τα μανιτάρια στην Κύπρο και υπάρχουν αρκετές δημοσιεύσεις με καταγραφές για καινούρια είδη μανιταριών.
Ο συνολικός αριθμός των ειδών μανιταριών στην Κύπρο εκτιμάται μεταξύ πέντε και επτά χιλιάδων.
Ωστόσο μέχρι σήμερα καταγράφηκαν πολύ λιγότερα.
Οπως αναφέρει ο κ. Λοϊζίδης, δεν ενδιαφέρθηκε κανένας για να γίνει αυτή η δουλειά. Το Τμήμα Δασών έχει καταγραμμένα μόνο μερικά από τα πολλά είδη μανιταριών στον τόπο μας.
Δυστυχώς ο Μυκητολογικός Σύνδεσμος δεν έχει τους πόρους για να επιχορηγήσει τέτοιες μελέτες.
MANITARIA (3)
Lactarius Deliciosus, το υπερτιμημένο κοκκινομανίταρο
Σύμφωνα με τα στοιχεία που περισυνέλεξε από την κυπριακή φύση τα τελευταία χρόνια και τις καταγραφές, ο κ. Λοϊζίδης αναφέρει ότι τα φαγώσιμα είδη μανιταριών είναι περισσότερα από 100.
Το πιο γνωστό άγριο φαγώσιμο μανιτάρι στην Κύπρο είναι το κοκκινομανίταρο (Lactarius Deliciosus) και τα συγγενικά του είδη.
Παλαιότερα υπήρξαν δημοσιεύσεις ότι στην Κύπρο βρέθηκαν τα δυσεύρετα μανιτάρια τρούφας, ωστόσο όπως εξηγεί ο κ. Λοϊζίδης δεν είχαν βρεθεί τα δύο πιο γνωστά και πανάκριβα είδη τρούφας (άσπρη και μαύρη). Εχουν βρεθεί δύο άλλα είδη, τα οποία έχουν μεν γαστρονομική και εμπορική αξία, αλλά βρέθηκαν σε πολύ μικρές ποσότητες και μεμονωμένα.
Ο κ. Λοϊζίδης θεωρεί υπερβολική την τιμή που πωλούνται τα κοκκινομανίταρα σημειώνοντας πως σε άλλες χώρες τα Lactarius Deliciosus δεν θεωρούνται “πρωτοκλασάτα” μανιτάρια. Ωστόσο είναι θέμα παράδοσης. Παραδοσιακά στην Κύπρο ξέρουμε τρία-τέσσερα είδη που συλλέγουμε και από αυτά το κοκκινομανίταρο θεωρείται το καλύτερο. Από κει και πέρα περί ορέξεως ουδείς λόγος!
Μανιτάρι από τον τόπο σου κι ας είναι τοξικό;
Δυστυχώς στην Κύπρο, όπως συμβαίνει και σε άλλους τομείς, υπάρχουν σοβαρά προβλήματα που αφορούν την κρατική ανεπάρκεια.
Το πρώτο που αφορά και τη δημόσια υγεία είναι ότι δεν υπάρχει κανένας έλεγχος των μανιταριών που διοχετεύονται (λαθραία στην ουσία) στην αγορά. Κανένας δεν ελέγχει αν υπάρχουν τοξικά μανιτάρια ανάμεσα στα βρώσιμα. Δεν περνούν από κανέναν έλεγχο από κάποιον ειδικό ή αρμόδια υπηρεσία.
Υπάρχουν βρώσιμα είδη μανιταριών που μοιάζουν πάρα πολύ με κάποια τοξικά. Κάποιο έμπειρο μάτι μπορεί να τα ξεχωρίσει, αλλά κανένας δεν μπορεί να εγγυηθεί οτιδήποτε. Στο παρελθόν μάλιστα υπήρξαν πολλά περιστατικά δηλητηριάσεων, ακόμα και θανάτων λόγω της βρώσης τοξικών μανιταριών.
MANITARIA (4)
Μόνο με αναγνώριση του είδους τα βρώσιμα
Δεν υπάρχει κανένας κανόνας διάκρισης των τοξικών και των βρώσιμων μανιταριών. Πρέπει να αναγνωριστεί το είδος με την επιστημονική του ονομασία. Ο συλλέκτης πρέπει να είναι σε θέση να το αναγνωρίσει.
Υπάρχουν πολλοί μύθοι για δήθεν αναγνώριση των τοξικών μανιταριών π.χ. όταν είναι πικρά, όταν έχουν φανταχτερά χρώματα, όταν ζεσταθούν και μαυρίσουν τα σκεύη. Αυτά δεν ισχύουν. Μόνο με αναγνώριση του είδους μπορεί κάποιος να γνωρίζει αν είναι βρώσιμο ένα μανιτάρι.
Σημαντικά για το οικοσύστημα τα μανιτάρια
Οι μύκητες κατατάσσονται εδώ και καιρό σε ξεχωριστό “βασίλειο” από τα φυτά και τα ζώα διότι είναι εντελώς διαφορετική η συμπεριφορά τους. Είναι ετερότροφοι οργανισμοί, δεν παράγουν χλωροφύλλη όπως τα φυτά για να παράγουν ενέργεια μόνα τους, άρα πρέπει να παίρνουν από αλλού τις θρεπτικές τους ουσίες.
Τα περισσότερα μανιτάρια είναι σαπροτροφικά, δηλαδή τρέφονται με σάπια οργανική ύλη και την ανακυκλώνουν. Μέσα από αυτή τη διαδικασία τα μανιτάρια είναι ο μεγαλύτερος ανακυκλωτής στον πλανήτη. Βοηθούν με αυτό τον τρόπο στη διάσπαση της νεκρής ύλης για να ξαναχρησιμοποιηθεί από άλλους οργανισμούς.
Αλλη ομάδα μανιταριών είναι τα μυκορριζικά, αυτά που συμβιώνουν με διαφόρους οργανισμούς όπως τα δέντρα. Ο τρόπος που συμβιώνουν είναι η ένωση του ριζικού συστήματος των δέντρων με το μύκητα και ανταλλάσσουν ουσίες. Αυτό καθιστά το μανιτάρι πολύ σημαντικό για τα δέντρα διότι με αυτό τον τρόπο παίρνει και το δέντρο ουσίες από το μύκητα, όπως φωσφόρο που δεν μπορεί να πάρει εύκολα από τη φύση. Παράλληλα πολλαπλασιάζεται το ριζικό του σύστημα και η απορροφητικότητά του σε νερό.
Αρα καταστρέφοντας το υπέδαφος όπου αναπαράγονται τα μανιτάρια που αποτελούν μέρος ενός αλυσιδωτού και περίπλοκου οικοσυστήματος καταστρέφουμε τα δέντρα και άλλους οργανισμούς.
Υπάρχει νόμος, αλλά δεν εφαρμόζεται
Από το 2011 υπάρχει νομοθεσία που απαγορεύει ρητά τη χρήση γεωργικών εργαλείων. Είναι το άρθρο 33 του Περί Δασών Νόμου, το οποίο προβλέπει ένα χρόνο φυλάκιση και/ή μέχρι 5.000 ευρώ πρόστιμο.
Ωστόσο, πρόσφατα οι εκπρόσωποι του Υπουργείου Γεωργίας παραδέχθηκαν στη Βουλή ότι από τον καιρό που ψηφίστηκε η νομοθεσία δεν καταγγέλθηκε ούτε ένα άτομο, δεν εκδόθηκε ούτε ένα πρόστιμο!
Στην ουσία η νομοθεσία υπάρχει, αλλά δεν εφαρμόζεται.
Μεγάλη οικολογική καταστροφή
Στις περισσότερες περιοχές κυκλοφορούν συλλέκτες μανιταριών με γεωργικά εργαλεία προκαλώντας μεγάλες καταστροφές στο οικοσύστημα.
Γίνονται καταστροφές σε μονοπάτια της φύσης, σε περιοχές Natura κ.λπ.
Εξαφανίζονται είδη. Υπάρχουν είδη μανιταριών που εξαφανίζονται από αυτή την καταστροφή.
Στην Κύπρο λόγω της χαμηλής υγρασίας και της υψηλής θερμοκρασίας τα περισσότερα είδη δεν αναδύονται πλήρως στην επιφάνεια. Συνήθως είναι σκεπασμένα από φύλλα. Οταν κάποιος είναι προσεκτικός και έχει υπομονή να παρατηρήσει, τα βρίσκει. Ο λόγος που παίρνουν γεωργικά εργαλεία είναι η γρήγορη μαζική συλλογή καταστρέφοντας οτιδήποτε υπάρχει κάτω από τα φύλλα.
Για παράδειγμα στο χώμα βρίσκονται χιλιάδες μικροοργανισμοί.
Το μικκύλιο που ενώνει το ριζικό σύστημα των δέντρων με το μανιτάρι (τον καρπό) καταστρέφεται, όπως και τα καρποσώματα που αδυνατούν να ρίξουν σπόρια και να αναπαραχθούν.
Μαζέψτε μανιτάρια με προσοχή
Το μόνο που χρειάζεται ένας συλλέκτης μανιταριών είναι ένα μαχαιράκι. Εκεί που υπάρχει μανιτάρι φαίνεται διότι ανασηκώνει τη φυλλάδα. Πρέπει να ανοίξει προσεχτικά τη φυλλάδα και να δει εάν το μανιτάρι είναι από τα είδη που συλλέγονται για φαγητό. Αν δεν είναι βρώσιμο να το αφήσει και εάν είναι να το ξεριζώσει ή να το κόψει προσεκτικά και να επανατοποθετήσει το υπόστρωμα για να κλείσει η τρύπα, ούτως ώστε να μην αποξηραίνεται η περιοχή. Ο φυλλοτάπητας λειτουργεί ως μόνωση και διατηρεί την υγρασία.

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

Lactarius

Το γένος Lactarius

http://www.agriamanitaria.grΤο γένος Lactarius

Το γένος περιλαμβάνει κυρίως εδώδιμα νόστιμα μανιτάρια. Όλα σχεδόν τα μανιτάρια του είδους τρώγονται. Αποφεύγουμε τα είδη που παράγουν άσπρο γάλα και είναι καυτερά.
Δεν υπάρχει κανένα θανάσιμα δηλητηριώδες είδος, μόνο κάποια τοξικά που προκαλούν γαστρεντερικές διαταραχές.
Όλα τα τοξικά του γένους έχουν πολύ καυτερή σάρκα, αν και υπάρχουν και εδώδιμα τα οποία είναι καυτερά και είναι περιζήτητα σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας.
Χαρακτηριστικά.
Το μέγεθος του καπέλου είναι από αρκετά μικρό έως πολύ μεγάλο 3-30 εκατοστά, συνήθως όμως έχει μέτριες διαστάσεις.
Το σχήμα του είναι αρχικά ημισφαιρικό, κυρτό και αργότερα επίπεδο ή σχεδόν επίπεδο και τελικά χωνιόμορφο.
Τα ελάσματα είναι εφαπτόμενα ή κατερχόμενα, έχουν κηρώδες και ελαστική υφή.
Το πόδι είναι κεντρικό, κοντόχοντρο, δεν είναι ινώδες, σπάει σαν κιμωλία και δεν έχουν δακτύλιο ή βόλβα.
Η σάρκα τους είναι σπειρωτή και γι αυτό σπάει σαν κιμωλία, ποτέ ινώδες, κομματιάζεται εύκολα και έχει χρώμα λευκό, λευκό-κρεμ.
Η γεύση είναι ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό για την αποφυγή ειδών με τοξικότητα. Δοκιμάζουμε πάντα μια μικρή ποσότητα από το καπέλο και μετά τη φτύνουμε, ΠΡΟΣΟΧΗ αυτή η δοκιμή γίνεται μονό όταν είμαστε απόλυτα σίγουροι ότι ανήκουν σε αυτό το είδος.
Αν κοπούν ή κτυπηθούν από τη πληγή τρέχει γαλακτερό υγρό διαφόρων χρωμάτων. Το χρώμα, η ποσότητα του υγρού και η γεύση αποτελούν σημαντικά κριτήρια για τη διάκριση των ειδών.
Το χρώμα του υγρού μπορεί να είναι λευκό, κίτρινο, πορτοκαλί ή κόκκινο.
Συλλογή.
Τα περισσότερα είδη του γένους συλλέγονται άφοβα και από έναν αρχάριο, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος να μπερδευτούν με κάποιο θανατηφόρο. Ο γενικός κανόνας για το γένος είναι ότι όσα παράγουν γαλακτώδες υγρό πορτοκαλί, κόκκινο, καροτί είναι φαγώσιμα.
Συλλέγουμε το εξαιρετικά νόστιμο Lactarius sanguifluus ή Γεματάς, Κρασουλίτης, Κοκκινίτης, είναι από τα πιο νόστιμα μανιτάρια του γένους και παράγει βαθυκόκκινο γαλακτώδες υγρό, το βρίσκουμε σε δάση διαφορών ειδών πεύκης.
Το εξαιρετικά νόστιμο Lactarius deliciosus ή Λακτάριος ο νόστιμος, Κουμαρίτης, Καρότο, Αγκισαρίτης, Κοκκινομανίταρο, Μάριλια ή Κουμαρομανίτης που παράγει καροτί γαλακτώδες υγρό το συναντάμε σε πευκοδάση, είναι θερμόφιλο και αρκετά διαδεδομένο είδος.

Lactarius sanguifluus

lactarius sanguifluus 3648 810.810

Lactarius deliciosus

Lactarius deliciosus 800 810.810
Και το νόστιμο Lactarius salmonicolor ή Λακτάριος ο σολομόχρωμος, Γαλακτίτης ή Ελατίσιο που παράγει πορτοκαλί γαλακτώδες υγρό, καρποφορεί κατά μεγάλες ομάδες, το φθινόπωρο σε δάση ελάτης.
Επίσης σε κάποιες περιοχές συλλέγονται μανιωδώς λόγω της μεγάλης συχνότητας καρποφορίας και της πιπεράτης γεύσης το νόστιμο με λευκοκρέμ καπέλο Lactarius piperatus ή Λακτάριους ο πιπεράτος ή Πιπερίτης, που παράγει καυτερό λευκό γαλακτώδες υγρό, που το βρίσκουμε καλοκαίρι και φθινόπωρο, κατά ομάδες, σε δάση κωνοφόρων και πλατύφυλλων συνήθως κάτω από οξιές.το οποίο όμως μπορεί να μπερδευτεί με το μη εδώδιμο λόγω της στυφής γεύσης Lactarius controversus.

Lactarius salmonicolor

Lactarius salmonicolor 5

Lactarius piperatus

Lactarius piperatus 1

Προσοχή χρειάζεται στα δύο τοξικά είδη

Με το σπάνιο μανιτάρι στην χώρα μας Lactarius torminosus το οποίο αν κοπεί ή πιεσθεί παράγει ένα καυτερό λευκό γαλακτώδες υγρό και καρποφορεί μοναχικά ή κατά ομάδες, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο, σε μικτά δάση σημύδας, σε άκρες δρόμων και σε ανοικτούς χώρους με γρασίδι κυρίως σε όξινα εδάφη και
Με το Lactarius chrysorrheus το οποίο αν κοπεί ή πιεσθεί παράγει ένα καυτερό γαλακτώδες λευκό υγρό, που κιτρινίζει μετά από λίγα λεπτά, είναι διαδεδομένο στη χώρα μας, καρποφορεί καλοκαίρι, φθινόπωρο και αρχές χειμώνα, σε δάση κυρίως πλατύφυλλων και σπάνια σε δάση κωνοφόρων.
Μαγείρεμα.
Είναι ένα νόστιμο μανιτάρι η σάρκα είναι παχιά και σκληρή, έχουν γλυκιά και λίγο πιπεράτη γεύση και ευχάριστη φρουτώδες οσμή.
Τρώγονται τηγανιτά με αλεύρι ολικής άλεσης, γιαχνί και σούπα. Για ποιο υγιεινά στο φούρνο με λάδι, ρίγανη, λεμόνι και σκόρδο.
Επίσης σε συνταγές με ριζότο, με λαζάνια, σε πιάτα με κοτόπουλο, με χοιρινό, φρικασέ, σε τάρτες ή πίτες. Με τα υγρά που βγάζει στο τηγάνισμα φτιάχνουμε νοστιμότατη σάλτσα χωρίς την προσθήκη επιπλέον υλικών.
Συντήρηση.
Είναι από τα άγρια μανιτάρια αντέχουν στο ψυγείο για αρκετές μέρες. Αν δεν έχουν σκουλήκια και 2 εβδομάδες. Συντηρούνται στο ξύδι, στο λάδι και στην άλμη. Επεξεργαζόμαστε μόνο τα υγιές μανιτάρια που δεν έχουν προσβληθεί από σκουλήκια.
Δεν καταψύχονται.
PHOTO
Ζαρκάδας Ε.
Μπαξές Ν.

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

Κυδωνιά

Κυδωνιά: σπορά φύτεμα καλλιέργεια

Κυδωνιά: σπορά φύτεμα καλλιέργεια

Πολλαπλασιασμός και καλλιέργεια κυδωνιάς

Η κυδωνιά είναι δένδρο καρποφόρο σύνηθες, συναντημένο σε όλες τις δενδροκαλλιέργειες. Φέρεται καταγόμενη εκ Περσίας ή Καύκασου, όπου εξαπλώθηκε από αμνημονεύτων χρόνων στις λοιπές χώρες της Ασίας και Ευρώπης φθάνοντας μέχρι την Ολλανδία και Β. Γερμανία. Σε άγρια κατάσταση συναντάται παντού, κυρίως σε όλους τους δροσερούς τόπους, συνήθως σε ανάμιξη με διαφόρους δασοβριθεΐς μάζες των χαμηλών βουνοσειρών ή σύσκιων βλαστήσεων των υγρών κοιλάδων και παραποτάμιων ή παραλιμνίων τοποθεσιών. Στην Ελλάδα αυτοφύεται σε μεγάλη κλίμακα, αποτελούσα πολλάκις αμιγείς συστάδας, στις υπωρείας των περιρρύτων όρεων και τα κράσπεδα των δασών, ιδίως της Μακεδονίας και Θράκης.
Η κυδωνιά γενικώς καλλιεργείται σαν καρποφόρο δένδρο, είτε ως υποκείμενο της αχλαδιάς ή μηλιάς για τόπους σχετικώς υγρούς ή περιορισμένους. Υπό την διπλή αυτήν χρήση, μεγίστη εκμετάλλευση βρίσκει σε όλες τις παραμεσογείους χώρες, ιδίως στην Τουρκία όπως και σε εμάς.
Η κυδωνιά, ανήκει στην οικογένεια των ροδανθών και το γένος των μηλοειδών. Αναπτυσσόμενη ελεύθερη λαμβάνει θαμνώδη διαμόρφωση ένεκα των παρά την βάση αυτής αναδιδόμενων παραφυάδων, αλλά δια της αφαιρέσεως αυτών καθίσταται μονόκορμος αποκτώντας κόμη σφαιρική 3—5 μ. ύψους. Οι ρίζες της είναι μακρές και λεπτές, μάλλον επιφανειακοί, οι δε κλάδοι ακανόνιστοι και ευλύγιστοι.
Η κυδωνιά, σαν καρποφόρο δένδρο, ευδοκιμεί μόνο στα θερμά κλίματα, όπου και τα προϊόντα αυτής αποβαίνουν ποιοτικώς ανώτερα, στα δε βορειότερα χρησιμοποιείται μάλλον ως υποκείμενο της αχλαδιάς στους πολύ ψυχρούς και ορεινούς τόπους . Φοβάται τους παγετούς της άνοιξης, συνεπώς, όχι μόνο δεν παράγει κανονικά , αλλά και οι καρποί αποβαίνουν ανούσιοι και άνευ αρώματος. Παρά ταύτα όμως εν περίοδο ανθοφορίας αντέχει περισσότερο των άλλων γιγαρτοκάρπω ν έναντι του ψύχους, οι δε καρποί αυτής δεν καταρρίπτονται εύκολα από τους ανέμους.
Ως προς το έδαφος η κυδωνιά δεν τυγχάνει πολύ απαιτητική λόγου του επιπόλαιου ριζικού της συστήματος ευδοκιμεί και σε τα μάλλον αβαθή εδάφη, αρκεί αυτά να είναι γόνιμα και σχετικώς υγρά ή αρδευόμενα. Βλαστάνει και καρποφορεί καλώς σε πάσης φύσεως γαίας όχι όμως σε ισχυρώς ασβεστούχους, διότι σε αυτές καταλαμβάνεται από χλώρωση, φθίνει και ταχέως καταστρέφεται. Ειδικότερα αρέσκεται σε τα κηπευτικά αμμοαργιλλώδη ή αργιλλοαμμώδη εδάφη, σε τα σχιστολιθικά είτε γρανιτικά τοιαύτα, εφ’ όσον τυγχάνουν αρδεύσιμα ή φυσικώς δροσερά. Στα ξηρά εδάφη η κυδωνιά δεν αναπτύσσεται καλά καρποφορεί λίγο και παράγει μικρούς καρπούς ξυλώδεις, ελάχιστα χυμώδεις, ενώ αντιθέτως αντέχει μεγάλως σε τα υγρά περισσότερο παντός άλλου καρποφόρου, αρκεί να είναι διαπερατά και γόνιμα, ιδίως όταν προορίζεται ως υποκείμενο της αχλαδιάς ή της μηλιάς.
Πολλαπλασιασμός κυδωνιάς
Η κυδωνιά πολλαπλασιάζεται δια σποράς μοσχευμάτων, παραφυάδων και εμβολιασμού. Ο δια σποράς σπανίως εφαρμόζεται, καθόσον τα αποκτώμενα φυτά δεν αποδίδουν τους μητρικούς χαρακτήρες, αλλά και διότι οι άλλοι τρόποι τυγχάνουν συντομότεροι και απλούστεροι. Εν τούτοις όμως για απόκτηση δενδρυλλίων εύρωστων και ισχυρών, προς χρήση υποκειμένων για εξευγενισμένες ποικιλίες ή για αχλαδιές και μηλιές, πρέπει να θεωρείται προτιμότερη. Προ τον σκοπό αυτό οι σπόροι δέον να προέρχονται από καρπούς τελείως και φυσιολογικώς ώριμους, οι οποίοι, αφού πλυθούν, σπέρνονται απ’ ευθείας το φθινόπωρο ή κατόπιν προβλαστήσεως την άνοιξη, όπως γίνεται για την μηλιά και αχλαδιά. Ομοίως υποβάλλονται σε καλλιεργητικές περιποιήσεις, τα δε δημιουργούμενα δενδρύλλια μεταφυτεύονται, κατά το ίδιο ή το επόμενο έτος, στο φυτώριο, όπου και εμβολιάζονται δια των επιθυμητών ποικιλιών.
Ο δια μοσχευμάτων τρόπος είναι μάλλον συνήθης στην πράξη σαν ταχύτερος και αποδίδων πιστώς τις ιδιότητες του μητρικού φυτού. Προς τούτο, τα χρησιμοποιούμενα μοσχεύματα πρέπει να είναι νέα 1-2 ετών το πολύ, με φλοιό λείο και λεπτό, τα οποία κόπτονται κατά Δεκέμβριο-Ιανουάριο και ενστρωματούνται εντός νωπής άμμου σε θερμό μέρος, για να φυτευτούν σε κατάλληλο φυτώριο κατά Μάρτιο-Απρίλιο. Σε τόπους προφυλαγμένους και πολύ θερμούς μπορούν να φυτεύονται αμέσως, μετά 1-2 έτη, αφού αναπτυχτούν επαρκώς τα νέα δενδρύλλια, μεταφυτεύονται στην οριστική τους θέση.
Ο δια παραφυάδων πολλαπλασιασμός εφαρμόζεται πολύ περιορισμένος ένεκα της μικρής αποδόσεως αριθμού φυτών, εν τούτοις όμως πολλοί καλλιεργητές τον προτιμούν χρησιμοποιούντες αυτές απ’ ευθείας για τις φυτείες. Ενίοτε επίσης γίνεται χρήση και του συστήματος των καταβολάδων.
Ο εμβολιασμός ευρίσκει μεγάλη εφαρμογή στην κυδωνιά, είτε προς εξημέρωση των εκ σποράς ή άλλως πως προερχομένων φυτών δια ορισμένων ποικιλιών, είτε προς μεταβολή αυτών σε άλλα συγγενή ταύτης είδη. Διότι, ως γνωστό, η κυδωνιά αποτελεί πρώτης τάξεως υποκείμενο για διάφορες ποικιλίες της αχλαδιάς, της μεσπιλέας, του καλλωπιστικού κραταίγου (φωτεινής) κλπ. Σε όλες τις περιπτώσεις, καταλληλότερος εμβολιασμός θεωρείται ο ενοφθαλμισμός του φθινοπώρου για τα νέα φυτά, και ο στεφανίτης ή δια σχισμής για τα μάλλον ηλικιωμένα, εφαρμοζόμενοι πάντοτε πλησίον του εδάφους.
Για εκμετάλλευση, η κυδωνιά καλλιεργείται μονομερώς εμφυτευόμενη συνήθως στα όρια των κτημάτων ή παραλλήλως των ποτιστικών αυλακών, ένθα σχηματίζει ωραίες και προσοδοφόρους συστάδας, είτε συγκαλλιεργείται μετ’ άλλων οπωροφόρων δένδρων, λαχανικών, ή εντός φυσικών είτε τεχνητών λιβαδιών.
Η εμφύτευση είναι δυνατόν να εκτελείται καθ’ όλη την χειμερινή περίοδο, προτιμώμενης της φθινοπωρινής σε τόπους θερμούς και ξηρούς και της εαρινής για τους μάλλον υγρούς και ψυχρότερους. Οι αναγκαίοι λάκκοι πρέπει να ανοίγονται πλέον πλατέως η βαθέως, εν αυτούς δε τα δενδρύλλια να καλύπτονται σε βάθος όχι μικρότερο των 15-20 πόντων. Στις πολύ υγρές γαίες η εμφύτευση, είναι καλό να γίνεται επί χωματοσωρών προστατευομένων δια επαρκών αποστραγγιστικών χανδάκων.
Προκειμένου περί καταρτισμού αμιγών δενδρώνων κυδωνιάς, η διάταξη αυτών μπορεί να εφαρμόζεται κατά γραμμές, ρόμβους ή τετράγωνα, με αποστάσεις 3-5 μ. μεταξύ τους, αναλόγως της γονιμότητας του εδάφους, είτε 6-8 μ. για περιπτώσεις συγκαλλιέργειας με άλλα φυτά.
Κλάδεμα
Η κυδωνιά, μετά την μεταφύτευση της, αφινόμενη ελεύθερη αναπτύσσει πλήθος κλάδων και παραφυάδων λαμβάνουσα διαμόρφωση αληθούς θάμνου. Με την εφαρμογής όμως καταλλήλου κλαδεύματος καθίσταται ευχερώς μονόκορμος ή πολύκορμος, κατά τις απαιτήσεις του καλλιεργητού. Προς σχηματισμό μονοκόρμου δένδρου, πρέπει να αφαιρούνται όλες οι αναπτυσσόμενες παραφυάδες στη βάση, η δε διασταύρωση να κανονίζεται σε ύψος 1 -1,20 μ. ή πολύ χαμηλά 25-40 πόντους. Η χαμηλή διασταύρωση για τις μη συγκαλλιεργούμενες φυτείες πρέπει να θεωρείται προτιμητέα, επειδή ο κορμός δεν λαμβάνει πάντοτε καλή και κάθετη κατεύθυνση. Στους μάλλον υγρούς και γονίμους τόπους ενδείκνυται ο σχηματισμός πολύκορμων δένδρων εκ 3-5 βραχιόνων αρχομένων εκ της βάσεως, για διατηρήσεως ισαρίθμων παραφυάδων συμμετρικός κατευθυνόμενων και των όποιων το ύψος δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 3-4 μ.
Συνέπεια του τρόπου της βλαστήσεως και της καρποφορίας της, η κυδωνιά δεν απαιτεί άλλα κλαδεύματα εκτός της αφαιρέσεως των εκάστοτε εμφανιζόμενων παραφυάδων και λαίμαργων, την αραίωση των πυκνών και διασταυρουμένων κλαδίσκων, με τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η ισορροπία και ο καλός φωτισμός και ο αερισμός της κόμης του δένδρου. Επίσης τα κλαδεύματα καρποφορίας δεν είναι εφικτά, λόγο της φυσικής επακρίου προεκτάσεως των καρπογόνων κλαδίσκων, οι οποίες και μόνον φέρουν τους ανθοφόρους οφθαλμούς. Επομένως οι λεπτοί κλαδίσκοι δεν πρέπει να κόβονται, άλλα μόνο σχετική τινά αραίωση, εάν είναι πολύ πυκνοί, οι δε χονδρότεροι και ζωηροί τοιούτοι να περιορίζονται κατά του μήκους τους προς δημιουργία λεπτότερων καρποφόρων. Οι εργασίες αυτές δέον να εκτελούνται νωρίς το φθινόπωρο αμέσως μετά την πτώση των φύλλων ή την άνοιξη προ της εμφανίσεως αυτών.
Κυδωνιά: σπορά φύτεμα καλλιέργεια
Λίπανση
Οι υπόλοιποι περιποιήσεις της κυδωνιάς είναι ελάχιστες. Σε συγκαλλιέργεια μετά λαχανικών ή άλλων οπωροφόρων δένδρων δεν επιζητεί ετέρας φροντίδας, ως επωφελούμενη των περιποιήσεων εκείνων. Σε μονοκαλλιέργεια δε αρκείται σε ένα όργωμα πριν το χειμώνα και 1-2 σκαλίσματα την άνοιξη. Αλλά και η τυχόν παραμέληση αυτών την αφήνει αδιάφορη εξακολουθώντας να παράγει αδιάκοπα και άφθονα. Εν τούτοις όμως είναι παρατηρημένο, ότι οι καλώς και επιμελημένες καλλιεργούμενοι κυδωνιές αποδίδουν προϊόντα ογκωδέστερα και ποιοτικώς ανώτερα.
Ως εκ της μεγάλης συνήθως παραγωγής και πλούσιας σαρκώδους μάζας των καρπών, η λίπανση αυτής είναι αναγκαιότατη τουλάχιστον ανά 2-3 έτη. Για αυτό είναι αξιοσύστατη η αποσυντεθειμένη κοπριά σε ποσότητα 30-50 οκάδων κατά δένδρο, στα δε πλούσια σε οργανικές ουσίες εδάφη, τα χημικά λιπάσματα τύπου 4-10-10 σε ποσότητα 1 - 1,5 οκάδων κατά δένδρο ή 60- 100 οκάδων κατά στρέμμα, εφαρμοζόμενα νωρίς το φθινόπωρο, μετά την συγκομιδή των καρπών. Όσον αφορά τα ποτίσματα, όχι μόνο διότι είναι φυτό υδρόφιλο, αλλά και ένεκα του επιπόλαιου ριζικού συστήματος, η κυδωνιά έχει ανάγκη συχνών και άφθονων τοιούτων, εκτός των φυσικώς υγρών και δροσερών τόπων, στα οποία μπορούν να περιορίζονται στο ελάχιστο ή και να παραλείπονται ολοσχερώς. Απεναντίας δε σε τόπους ξηρούς η καλλιέργεια αυτής δεν είναι εφικτή, διότι η μεν βλάστηση της ανακόπτεται συντόμως, οι δε λίγοι παραγόμενοι καρποί αποβαίνουν μικροί και αποκτούν σάρκα ξυλώδη και άνοστη.
Η κυδωνιά εισέρχεται σε καρποφορία, εάν προέρχεται από σπορά, κατά το 7-8 έτος της ηλικίας της, εάν δε από μόσχευμα ή παραφυάδα κατά, το 3-4 έτος από της μεταφυτεύσεως. Σε πλήρη ακμή 20-25 ετών αποδίδει υπέρ τις 100-150 οκαδ. υπό ευνοϊκούς φυσικούς και καλλιεργητικούς όρους, τεχνητώς δε επαυξάνεται δια κυρτώσεως των βραχιόνων και δια χαρακωμάτων ή περισφίξεως των κορμών δια καταλλήλων δακτυλίων.
Η ωρίμανσης των καρπών συντελείται κατά Σεπτέμβριο-Οκτώβριο, διακρινόμενη εκ του κίτρινου χρώματος της επιδερμίδας. Προκειμένου περί διατηρήσεως αυτών σε αποθήκη δεν πρέπει να τοποθετούνται μαζί με άλλους καρπούς, διότι προσδίδουν σε αυτούς την διαπεραστική τους οσμή. Μεγαλύτερη αντοχή διατηρήσεως έχουν τα κυδώνια ενίων ποικιλιών και γενικότερα τα προερχόμενα εκ ξερικών καλλιεργειών. Οι καρποί της κυδωνιάς χρησιμοποιούνται ποικιλοτρόπως. Οι εύχυμοι και μαλακόσαρκοι καρποί τρώγονται σε νωπή κατάσταση, των περισσοτέρων όμως, λόγο της στυφότητας και της συνεκτικότητας της σάρκας της, βιομηχανοποιούνται, είτε στη ζαχαροπλαστική για παρασκευή γλυκών του κουταλιού, κυδωνόπαστων, γλυκοπήκτων κ.λ.π., είτε για την φαρμακευτική για παρασκευή ηδύποτων κατά της διάρροιας. Το ίδιο της βλεννώδους εξωτερικής ουσίας του περισπερμίου αυτών, παρασκευάζονται διάφορα μαλακτικά αναλογών σκοπών.
Ποικιλίες
Κυδωνόμηλος (meliforme): Καρπός ογκώδης, σχεδόν σφαιρικόw, πλατύπλευρος, προσομοιάζοντας σχήμα και εμφάνιση μήλου. Επιδερμίδα κιτρινοπράσινη, λεπτή, αποβάλλουσα ταχέως το χνουδωτό περίβλημά της. Σάρκα μαλακή, λίαν εύχυμος, τρωγόμενη και νωπή. Ποικιλία εκλεκτή.
Σιαμπιόν (champion): Καρπός μέγας oγκόπλευρος επιμήκης, κολοβός την κορυφή. Επιδερμίδα βαθέως κίτρινη. Σάρκα κλειστή, αλλά εύχυμος. Ποικιλία προελεύσεως Αμερικής, λίαν διατηρήσιμος.
Πορτογαλίας. Καρπός ογκώδης, μικρότερος του προηγουμένου απιοειδούς σχήματος, συνήθως πλατύπλευρος η και ολίγον ακανόνιστος. Επιδερμίδα χρυσοκίτρινη και σάρκα συνεκτική. Ποικιλία όψιμος εξαίρετος. Απιάμορφος (pyriforme): Καρπός μέτριου μεγέθους, που μοιάζει προς χονδρό αχλάδι. Επιδερμίδα εντόνως κίτρινη και σάρκα ημίκλειστος.
Ρέα - μαμούθ: Καρπός πολύ ογκώδης στρογγυλωπός.
Βάν - Ντεμάν: Καρπός ωοειδής μεγάλου μεγέθους. Σάρκα εύχυμος ποικιλία προελεύσεως Αμερικής, εκλεκτή.
Αφράτη: Καρπός μέτριου μεγέθους, σχεδόν στρογγυλός πτυχωτός περί τον οφθαλμό. Επιδερμίδα ανοικτός κίτρινη και σαρξ μαλακή, χυμώδης. Ποικιλία πολύ εκτιμώμενη στο Πήλιαο.
Γίγας Φράντζας: Καρπός υπερογκώδης, συνήθως, βάρους 300-350 δραμίων. Σάρκα μαλακή εύχυμος. Ποικιλία εκλεκτή, ελάχιστα όμως παραγωγική.
Αγριοκύδωνος: Καρπός μάλλον μικρός, διαυλακούμενος υπό πολλών πτυχώσεων. Επιδερμίδα κιτρινοπράσινη, πολύ χνουδωτή. Σαρξ συνεκτική και εντόνως στυφή. Διατηρείται καλώς.
Ασθένειες
Η κυδωνιά δεν υπόκειται σε πολλές και σοβαρές ασθένειες. Ως σπουδαιότεροι εξ αυτών θεωρούνται:
Σήψης των καρπών Προκαλείται από ένα είδος μύκητα (monilia L.inhartiana), ο οποίος συντελεί στην μουμιοποίηση των νέων καρπών, ενίοτε δε και στο σχίσιμο των ώριμων, με αποτέλεσμα την ταχεία και ολοκληρωτική σήψη αυτών.

Μαύρισμα των καρπών: Προέρχεται από μικρομύκητα (sclerotinia cydini) ο οποίος προσβάλει τους καρπούς που έχουν δέσει, τους μαυρίζει και τους αποξηραίνει.
Σκωρίαση των φύλλων: Οφείλεται σε μύκητα (stigmatea mespili) αναπτυσσόμενο και προκαλούντας επί των φύλλων ερυθρωπής κηλίδες, επιφέρει όμως ελάχιστες ζημιές.
Όλες οι ανωτέρω ασθένειες καταπολεμούνται ή προλαμβάνονται διά διαβροχών βορδιγαλλείου πολτού ενεργούμενων έγκαιρα, κατά την χειμερινή περίοδο, όπως γίνεται λόγος για την αχλαδιά.
Σήψης των ριζών: Οφείλεται σε προσβολή μυκήτων (armillaria melea) αναπτυσσόμενων σε πολύ υγρούς και θερμούς τόπους, ανεπαρκώς αποστραγγιζόμενους.

Πηγή: Πλήρης πρακτικός οδηγός Δενδροκαλλιεργητού οπωροφόρων δένδρων-Λάμπρου Χ. Οικονομίδου/Παράρτημα Γεωργικού δελτίου μηνός Δεκεμβρίου 1937
Κυδωνιά: σπορά φύτεμα καλλιέργεια
Κυδωνιά: σπορά φύτεμα καλλιέργεια

Πολλαπλασιασμός και καλλιέργεια κυδωνιάς

Η κυδωνιά είναι δένδρο καρποφόρο σύνηθες, συναντημένο σε όλες τις δενδροκαλλιέργειες. Φέρεται καταγόμενη εκ Περσίας ή Καύκασου, όπου εξαπλώθηκε από αμνημονεύτων χρόνων στις λοιπές χώρες της Ασίας και Ευρώπης φθάνοντας μέχρι την Ολλανδία και Β. Γερμανία. Σε άγρια κατάσταση συναντάται παντού, κυρίως σε όλους τους δροσερούς τόπους, συνήθως σε ανάμιξη με διαφόρους δασοβριθεΐς μάζες των χαμηλών βουνοσειρών ή σύσκιων βλαστήσεων των υγρών κοιλάδων και παραποτάμιων ή παραλιμνίων τοποθεσιών. Στην Ελλάδα αυτοφύεται σε μεγάλη κλίμακα, αποτελούσα πολλάκις αμιγείς συστάδας, στις υπωρείας των περιρρύτων όρεων και τα κράσπεδα των δασών, ιδίως της Μακεδονίας και Θράκης.
Η κυδωνιά γενικώς καλλιεργείται σαν καρποφόρο δένδρο, είτε ως υποκείμενο της αχλαδιάς ή μηλιάς για τόπους σχετικώς υγρούς ή περιορισμένους. Υπό την διπλή αυτήν χρήση, μεγίστη εκμετάλλευση βρίσκει σε όλες τις παραμεσογείους χώρες, ιδίως στην Τουρκία όπως και σε εμάς.
Η κυδωνιά, ανήκει στην οικογένεια των ροδανθών και το γένος των μηλοειδών. Αναπτυσσόμενη ελεύθερη λαμβάνει θαμνώδη διαμόρφωση ένεκα των παρά την βάση αυτής αναδιδόμενων παραφυάδων, αλλά δια της αφαιρέσεως αυτών καθίσταται μονόκορμος αποκτώντας κόμη σφαιρική 3—5 μ. ύψους. Οι ρίζες της είναι μακρές και λεπτές, μάλλον επιφανειακοί, οι δε κλάδοι ακανόνιστοι και ευλύγιστοι.
Η κυδωνιά, σαν καρποφόρο δένδρο, ευδοκιμεί μόνο στα θερμά κλίματα, όπου και τα προϊόντα αυτής αποβαίνουν ποιοτικώς ανώτερα, στα δε βορειότερα χρησιμοποιείται μάλλον ως υποκείμενο της αχλαδιάς στους πολύ ψυχρούς και ορεινούς τόπους . Φοβάται τους παγετούς της άνοιξης, συνεπώς, όχι μόνο δεν παράγει κανονικά , αλλά και οι καρποί αποβαίνουν ανούσιοι και άνευ αρώματος. Παρά ταύτα όμως εν περίοδο ανθοφορίας αντέχει περισσότερο των άλλων γιγαρτοκάρπω ν έναντι του ψύχους, οι δε καρποί αυτής δεν καταρρίπτονται εύκολα από τους ανέμους.
Ως προς το έδαφος η κυδωνιά δεν τυγχάνει πολύ απαιτητική λόγου του επιπόλαιου ριζικού της συστήματος ευδοκιμεί και σε τα μάλλον αβαθή εδάφη, αρκεί αυτά να είναι γόνιμα και σχετικώς υγρά ή αρδευόμενα. Βλαστάνει και καρποφορεί καλώς σε πάσης φύσεως γαίας όχι όμως σε ισχυρώς ασβεστούχους, διότι σε αυτές καταλαμβάνεται από χλώρωση, φθίνει και ταχέως καταστρέφεται. Ειδικότερα αρέσκεται σε τα κηπευτικά αμμοαργιλλώδη ή αργιλλοαμμώδη εδάφη, σε τα σχιστολιθικά είτε γρανιτικά τοιαύτα, εφ’ όσον τυγχάνουν αρδεύσιμα ή φυσικώς δροσερά. Στα ξηρά εδάφη η κυδωνιά δεν αναπτύσσεται καλά καρποφορεί λίγο και παράγει μικρούς καρπούς ξυλώδεις, ελάχιστα χυμώδεις, ενώ αντιθέτως αντέχει μεγάλως σε τα υγρά περισσότερο παντός άλλου καρποφόρου, αρκεί να είναι διαπερατά και γόνιμα, ιδίως όταν προορίζεται ως υποκείμενο της αχλαδιάς ή της μηλιάς.
Πολλαπλασιασμός κυδωνιάς
Η κυδωνιά πολλαπλασιάζεται δια σποράς μοσχευμάτων, παραφυάδων και εμβολιασμού. Ο δια σποράς σπανίως εφαρμόζεται, καθόσον τα αποκτώμενα φυτά δεν αποδίδουν τους μητρικούς χαρακτήρες, αλλά και διότι οι άλλοι τρόποι τυγχάνουν συντομότεροι και απλούστεροι. Εν τούτοις όμως για απόκτηση δενδρυλλίων εύρωστων και ισχυρών, προς χρήση υποκειμένων για εξευγενισμένες ποικιλίες ή για αχλαδιές και μηλιές, πρέπει να θεωρείται προτιμότερη. Προ τον σκοπό αυτό οι σπόροι δέον να προέρχονται από καρπούς τελείως και φυσιολογικώς ώριμους, οι οποίοι, αφού πλυθούν, σπέρνονται απ’ ευθείας το φθινόπωρο ή κατόπιν προβλαστήσεως την άνοιξη, όπως γίνεται για την μηλιά και αχλαδιά. Ομοίως υποβάλλονται σε καλλιεργητικές περιποιήσεις, τα δε δημιουργούμενα δενδρύλλια μεταφυτεύονται, κατά το ίδιο ή το επόμενο έτος, στο φυτώριο, όπου και εμβολιάζονται δια των επιθυμητών ποικιλιών.
Ο δια μοσχευμάτων τρόπος είναι μάλλον συνήθης στην πράξη σαν ταχύτερος και αποδίδων πιστώς τις ιδιότητες του μητρικού φυτού. Προς τούτο, τα χρησιμοποιούμενα μοσχεύματα πρέπει να είναι νέα 1-2 ετών το πολύ, με φλοιό λείο και λεπτό, τα οποία κόπτονται κατά Δεκέμβριο-Ιανουάριο και ενστρωματούνται εντός νωπής άμμου σε θερμό μέρος, για να φυτευτούν σε κατάλληλο φυτώριο κατά Μάρτιο-Απρίλιο. Σε τόπους προφυλαγμένους και πολύ θερμούς μπορούν να φυτεύονται αμέσως, μετά 1-2 έτη, αφού αναπτυχτούν επαρκώς τα νέα δενδρύλλια, μεταφυτεύονται στην οριστική τους θέση.
Ο δια παραφυάδων πολλαπλασιασμός εφαρμόζεται πολύ περιορισμένος ένεκα της μικρής αποδόσεως αριθμού φυτών, εν τούτοις όμως πολλοί καλλιεργητές τον προτιμούν χρησιμοποιούντες αυτές απ’ ευθείας για τις φυτείες. Ενίοτε επίσης γίνεται χρήση και του συστήματος των καταβολάδων.
Ο εμβολιασμός ευρίσκει μεγάλη εφαρμογή στην κυδωνιά, είτε προς εξημέρωση των εκ σποράς ή άλλως πως προερχομένων φυτών δια ορισμένων ποικιλιών, είτε προς μεταβολή αυτών σε άλλα συγγενή ταύτης είδη. Διότι, ως γνωστό, η κυδωνιά αποτελεί πρώτης τάξεως υποκείμενο για διάφορες ποικιλίες της αχλαδιάς, της μεσπιλέας, του καλλωπιστικού κραταίγου (φωτεινής) κλπ. Σε όλες τις περιπτώσεις, καταλληλότερος εμβολιασμός θεωρείται ο ενοφθαλμισμός του φθινοπώρου για τα νέα φυτά, και ο στεφανίτης ή δια σχισμής για τα μάλλον ηλικιωμένα, εφαρμοζόμενοι πάντοτε πλησίον του εδάφους.
Για εκμετάλλευση, η κυδωνιά καλλιεργείται μονομερώς εμφυτευόμενη συνήθως στα όρια των κτημάτων ή παραλλήλως των ποτιστικών αυλακών, ένθα σχηματίζει ωραίες και προσοδοφόρους συστάδας, είτε συγκαλλιεργείται μετ’ άλλων οπωροφόρων δένδρων, λαχανικών, ή εντός φυσικών είτε τεχνητών λιβαδιών.
Η εμφύτευση είναι δυνατόν να εκτελείται καθ’ όλη την χειμερινή περίοδο, προτιμώμενης της φθινοπωρινής σε τόπους θερμούς και ξηρούς και της εαρινής για τους μάλλον υγρούς και ψυχρότερους. Οι αναγκαίοι λάκκοι πρέπει να ανοίγονται πλέον πλατέως η βαθέως, εν αυτούς δε τα δενδρύλλια να καλύπτονται σε βάθος όχι μικρότερο των 15-20 πόντων. Στις πολύ υγρές γαίες η εμφύτευση, είναι καλό να γίνεται επί χωματοσωρών προστατευομένων δια επαρκών αποστραγγιστικών χανδάκων.
Προκειμένου περί καταρτισμού αμιγών δενδρώνων κυδωνιάς, η διάταξη αυτών μπορεί να εφαρμόζεται κατά γραμμές, ρόμβους ή τετράγωνα, με αποστάσεις 3-5 μ. μεταξύ τους, αναλόγως της γονιμότητας του εδάφους, είτε 6-8 μ. για περιπτώσεις συγκαλλιέργειας με άλλα φυτά.
Κλάδεμα
Η κυδωνιά, μετά την μεταφύτευση της, αφινόμενη ελεύθερη αναπτύσσει πλήθος κλάδων και παραφυάδων λαμβάνουσα διαμόρφωση αληθούς θάμνου. Με την εφαρμογής όμως καταλλήλου κλαδεύματος καθίσταται ευχερώς μονόκορμος ή πολύκορμος, κατά τις απαιτήσεις του καλλιεργητού. Προς σχηματισμό μονοκόρμου δένδρου, πρέπει να αφαιρούνται όλες οι αναπτυσσόμενες παραφυάδες στη βάση, η δε διασταύρωση να κανονίζεται σε ύψος 1 -1,20 μ. ή πολύ χαμηλά 25-40 πόντους. Η χαμηλή διασταύρωση για τις μη συγκαλλιεργούμενες φυτείες πρέπει να θεωρείται προτιμητέα, επειδή ο κορμός δεν λαμβάνει πάντοτε καλή και κάθετη κατεύθυνση. Στους μάλλον υγρούς και γονίμους τόπους ενδείκνυται ο σχηματισμός πολύκορμων δένδρων εκ 3-5 βραχιόνων αρχομένων εκ της βάσεως, για διατηρήσεως ισαρίθμων παραφυάδων συμμετρικός κατευθυνόμενων και των όποιων το ύψος δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 3-4 μ.
Συνέπεια του τρόπου της βλαστήσεως και της καρποφορίας της, η κυδωνιά δεν απαιτεί άλλα κλαδεύματα εκτός της αφαιρέσεως των εκάστοτε εμφανιζόμενων παραφυάδων και λαίμαργων, την αραίωση των πυκνών και διασταυρουμένων κλαδίσκων, με τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η ισορροπία και ο καλός φωτισμός και ο αερισμός της κόμης του δένδρου. Επίσης τα κλαδεύματα καρποφορίας δεν είναι εφικτά, λόγο της φυσικής επακρίου προεκτάσεως των καρπογόνων κλαδίσκων, οι οποίες και μόνον φέρουν τους ανθοφόρους οφθαλμούς. Επομένως οι λεπτοί κλαδίσκοι δεν πρέπει να κόβονται, άλλα μόνο σχετική τινά αραίωση, εάν είναι πολύ πυκνοί, οι δε χονδρότεροι και ζωηροί τοιούτοι να περιορίζονται κατά του μήκους τους προς δημιουργία λεπτότερων καρποφόρων. Οι εργασίες αυτές δέον να εκτελούνται νωρίς το φθινόπωρο αμέσως μετά την πτώση των φύλλων ή την άνοιξη προ της εμφανίσεως αυτών.
Κυδωνιά: σπορά φύτεμα καλλιέργεια
Λίπανση
Οι υπόλοιποι περιποιήσεις της κυδωνιάς είναι ελάχιστες. Σε συγκαλλιέργεια μετά λαχανικών ή άλλων οπωροφόρων δένδρων δεν επιζητεί ετέρας φροντίδας, ως επωφελούμενη των περιποιήσεων εκείνων. Σε μονοκαλλιέργεια δε αρκείται σε ένα όργωμα πριν το χειμώνα και 1-2 σκαλίσματα την άνοιξη. Αλλά και η τυχόν παραμέληση αυτών την αφήνει αδιάφορη εξακολουθώντας να παράγει αδιάκοπα και άφθονα. Εν τούτοις όμως είναι παρατηρημένο, ότι οι καλώς και επιμελημένες καλλιεργούμενοι κυδωνιές αποδίδουν προϊόντα ογκωδέστερα και ποιοτικώς ανώτερα.
Ως εκ της μεγάλης συνήθως παραγωγής και πλούσιας σαρκώδους μάζας των καρπών, η λίπανση αυτής είναι αναγκαιότατη τουλάχιστον ανά 2-3 έτη. Για αυτό είναι αξιοσύστατη η αποσυντεθειμένη κοπριά σε ποσότητα 30-50 οκάδων κατά δένδρο, στα δε πλούσια σε οργανικές ουσίες εδάφη, τα χημικά λιπάσματα τύπου 4-10-10 σε ποσότητα 1 - 1,5 οκάδων κατά δένδρο ή 60- 100 οκάδων κατά στρέμμα, εφαρμοζόμενα νωρίς το φθινόπωρο, μετά την συγκομιδή των καρπών. Όσον αφορά τα ποτίσματα, όχι μόνο διότι είναι φυτό υδρόφιλο, αλλά και ένεκα του επιπόλαιου ριζικού συστήματος, η κυδωνιά έχει ανάγκη συχνών και άφθονων τοιούτων, εκτός των φυσικώς υγρών και δροσερών τόπων, στα οποία μπορούν να περιορίζονται στο ελάχιστο ή και να παραλείπονται ολοσχερώς. Απεναντίας δε σε τόπους ξηρούς η καλλιέργεια αυτής δεν είναι εφικτή, διότι η μεν βλάστηση της ανακόπτεται συντόμως, οι δε λίγοι παραγόμενοι καρποί αποβαίνουν μικροί και αποκτούν σάρκα ξυλώδη και άνοστη.
Η κυδωνιά εισέρχεται σε καρποφορία, εάν προέρχεται από σπορά, κατά το 7-8 έτος της ηλικίας της, εάν δε από μόσχευμα ή παραφυάδα κατά, το 3-4 έτος από της μεταφυτεύσεως. Σε πλήρη ακμή 20-25 ετών αποδίδει υπέρ τις 100-150 οκαδ. υπό ευνοϊκούς φυσικούς και καλλιεργητικούς όρους, τεχνητώς δε επαυξάνεται δια κυρτώσεως των βραχιόνων και δια χαρακωμάτων ή περισφίξεως των κορμών δια καταλλήλων δακτυλίων.
Η ωρίμανσης των καρπών συντελείται κατά Σεπτέμβριο-Οκτώβριο, διακρινόμενη εκ του κίτρινου χρώματος της επιδερμίδας. Προκειμένου περί διατηρήσεως αυτών σε αποθήκη δεν πρέπει να τοποθετούνται μαζί με άλλους καρπούς, διότι προσδίδουν σε αυτούς την διαπεραστική τους οσμή. Μεγαλύτερη αντοχή διατηρήσεως έχουν τα κυδώνια ενίων ποικιλιών και γενικότερα τα προερχόμενα εκ ξερικών καλλιεργειών. Οι καρποί της κυδωνιάς χρησιμοποιούνται ποικιλοτρόπως. Οι εύχυμοι και μαλακόσαρκοι καρποί τρώγονται σε νωπή κατάσταση, των περισσοτέρων όμως, λόγο της στυφότητας και της συνεκτικότητας της σάρκας της, βιομηχανοποιούνται, είτε στη ζαχαροπλαστική για παρασκευή γλυκών του κουταλιού, κυδωνόπαστων, γλυκοπήκτων κ.λ.π., είτε για την φαρμακευτική για παρασκευή ηδύποτων κατά της διάρροιας. Το ίδιο της βλεννώδους εξωτερικής ουσίας του περισπερμίου αυτών, παρασκευάζονται διάφορα μαλακτικά αναλογών σκοπών.
Ποικιλίες
Κυδωνόμηλος (meliforme): Καρπός ογκώδης, σχεδόν σφαιρικόw, πλατύπλευρος, προσομοιάζοντας σχήμα και εμφάνιση μήλου. Επιδερμίδα κιτρινοπράσινη, λεπτή, αποβάλλουσα ταχέως το χνουδωτό περίβλημά της. Σάρκα μαλακή, λίαν εύχυμος, τρωγόμενη και νωπή. Ποικιλία εκλεκτή.
Σιαμπιόν (champion): Καρπός μέγας oγκόπλευρος επιμήκης, κολοβός την κορυφή. Επιδερμίδα βαθέως κίτρινη. Σάρκα κλειστή, αλλά εύχυμος. Ποικιλία προελεύσεως Αμερικής, λίαν διατηρήσιμος.
Πορτογαλίας. Καρπός ογκώδης, μικρότερος του προηγουμένου απιοειδούς σχήματος, συνήθως πλατύπλευρος η και ολίγον ακανόνιστος. Επιδερμίδα χρυσοκίτρινη και σάρκα συνεκτική. Ποικιλία όψιμος εξαίρετος. Απιάμορφος (pyriforme): Καρπός μέτριου μεγέθους, που μοιάζει προς χονδρό αχλάδι. Επιδερμίδα εντόνως κίτρινη και σάρκα ημίκλειστος.
Ρέα - μαμούθ: Καρπός πολύ ογκώδης στρογγυλωπός.
Βάν - Ντεμάν: Καρπός ωοειδής μεγάλου μεγέθους. Σάρκα εύχυμος ποικιλία προελεύσεως Αμερικής, εκλεκτή.
Αφράτη: Καρπός μέτριου μεγέθους, σχεδόν στρογγυλός πτυχωτός περί τον οφθαλμό. Επιδερμίδα ανοικτός κίτρινη και σαρξ μαλακή, χυμώδης. Ποικιλία πολύ εκτιμώμενη στο Πήλιαο.
Γίγας Φράντζας: Καρπός υπερογκώδης, συνήθως, βάρους 300-350 δραμίων. Σάρκα μαλακή εύχυμος. Ποικιλία εκλεκτή, ελάχιστα όμως παραγωγική.
Αγριοκύδωνος: Καρπός μάλλον μικρός, διαυλακούμενος υπό πολλών πτυχώσεων. Επιδερμίδα κιτρινοπράσινη, πολύ χνουδωτή. Σαρξ συνεκτική και εντόνως στυφή. Διατηρείται καλώς.
Ασθένειες
Η κυδωνιά δεν υπόκειται σε πολλές και σοβαρές ασθένειες. Ως σπουδαιότεροι εξ αυτών θεωρούνται:
Σήψης των καρπών Προκαλείται από ένα είδος μύκητα (monilia L.inhartiana), ο οποίος συντελεί στην μουμιοποίηση των νέων καρπών, ενίοτε δε και στο σχίσιμο των ώριμων, με αποτέλεσμα την ταχεία και ολοκληρωτική σήψη αυτών.

Μαύρισμα των καρπών: Προέρχεται από μικρομύκητα (sclerotinia cydini) ο οποίος προσβάλει τους καρπούς που έχουν δέσει, τους μαυρίζει και τους αποξηραίνει.
Σκωρίαση των φύλλων: Οφείλεται σε μύκητα (stigmatea mespili) αναπτυσσόμενο και προκαλούντας επί των φύλλων ερυθρωπής κηλίδες, επιφέρει όμως ελάχιστες ζημιές.
Όλες οι ανωτέρω ασθένειες καταπολεμούνται ή προλαμβάνονται διά διαβροχών βορδιγαλλείου πολτού ενεργούμενων έγκαιρα, κατά την χειμερινή περίοδο, όπως γίνεται λόγος για την αχλαδιά.
Σήψης των ριζών: Οφείλεται σε προσβολή μυκήτων (armillaria melea) αναπτυσσόμενων σε πολύ υγρούς και θερμούς τόπους, ανεπαρκώς αποστραγγιζόμενους.

Πηγή: Πλήρης πρακτικός οδηγός Δενδροκαλλιεργητού οπωροφόρων δένδρων-Λάμπρου Χ. Οικονομίδου/Παράρτημα Γεωργικού δελτίου μηνός Δεκεμβρίου 1937
http://www.ftiaxno.gr


Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

Χρήση της στάχτης από το τζάκι.

Χρήση της στάχτης



Δες πόσα πράγματα μπορείς να κάνεις!

Είναι πολύ ευχάριστο να ζεσταινόμαστε το χειμώνα από την φωτιά, με μια ξυλόσομπα ή τζάκι! Από αυτή τη φυσική ζέστη φωτίζεται το σπίτι, ψήνεται το φαγητό, στεγνώνονται τα ρούχα, ζεσταίνεται το νερό, και …. φυσικά μένει στο τέλος η πολύτιμη στάχτη! Δεν πετάμε την στάχτη, δεν είναι καθόλου άχρηστη ή… σκουπίδι!https://i0.wp.com/3.bp.blogspot.com/-jH9rmd4RoTs/Ts9tlwYe8aI/AAAAAAAAK5c/fshiQyiApA0/s1600/www.topeiraxtiri.gr.jpg Συνεχίζουμε να την χρησιμοποιούμε, όπως έκαναν και παλιά και αυτό μας κάνει να νοιώθουμε απερίγραπτη χαρά! Η στάχτη από ξύλα είναι η σκόνη που έμεινε από την καύση τους . Ξύλα εννοούμε μόνο φυσικά, όχι με βαφές, κόλες ή επεξεργασμένα. Πρέπει να προσέχουμε να μην πετάμε μέσα στην φωτιά πλαστικά, αποτσίγαρα, ή οτιδήποτε άλλο σκουπίδι που μπορεί να μολύνει την στάχτη. Περιμένουμε να κρυώσει εντελώς και μετά την συλλέγουμε. Από την στάχτη ξεχωρίζουμε την άσπρη στάχτη που έχει μείνει πάνω-πάνω από τα καρβουνάκια και την αποθηκεύουμε σε ένα μεταλλικό δοχείο με καπάκι. Τα καρβουνάκια τα κρατάμε σε άλλο δοχείο. Δεν πετάμε τίποτα, γιατί όλα χρειάζονται!
Πάμε τώρα να αναλύσουμε τι περιέχει η στάχτη και είναι τόσο πολύτιμη!
Η στάχτη περιέχει κυρίως ανθρακικό ασβέστιο από 25% έως 45%(το οποίο είναι ένα ανόργανο αλάτι με χημικό τύπο CaCO3.), λιγότερο από 10 % περιέχει Κάλιο (Κ), και λιγότερο από 1% φωσφορικό άλας. Υπάρχουν ιχνοστοιχεία σιδήρου, μαγγανίου, ψευδαργύρου, χαλκού και μερικά βαρέα μέταλλα (όπως ο μόλυβδος, το κάδμιο, το νικέλιο και το χρώμιο). Δεν περιέχει άζωτο. Ωστόσο αυτοί οι αριθμοί ποικίλλουν ανάλογα με την θερμοκρασία καύσης των ξύλων. Η καύση επηρεάζει πολύ τη σύνθεση και την ποσότητά της στάχτης, και κατά συνέπεια υψηλότερη θερμοκρασία μειώνει την απόδοση της στάχτης. Οπότε για καλύτερη ποιότητα στάχτης η χαμηλή θερμοκρασία είναι ιδανικότερη. Σκληρά ξύλα συνήθως παράγουν περισσότερη στάχτη από τα μαλακά, όπως των κωνοφόρων και ο φλοιός και τα φύλλα παράγουν γενικά πιο πολύ στάχτη από το εσωτερικό ξυλωδών τμημάτων του δέντρου. Κατά μέσο όρο, η καύση των ξύλων δίνει περίπου 6-10% στάχτες.
https://i0.wp.com/1.bp.blogspot.com/-T9Iv3R7yU0Q/UHqJWJIQr7I/AAAAAAAA-U4/5Gr135juS3Y/s1600/staxti.jpg
Παρακάτω θα αναλύσουμε τις χρήσεις της στάχτης, για να μπορούμε να γνωρίζουμε πώς να την χρησιμοποιήσουμε!
Χρήσεις της στάχτης..
1. Μπορούμε να φτιάξουμε αλισίβα, απλά βράζουμε 2 με 3 κουταλάκια στάχτη σε 1 μπρίκι με νερό και μετά την σουρώνουμε με ένα φίλτρο του καφέ. Είναι το καλύτερο απορρυπαντικό γενικής χρήσης, καθαρίζει, λευκαίνει και απολυμαίνει ρούχα, πατώματα, τζάμια, ασημικά, πιάτα, σκουριές που έχουν ποτίσει στα μάρμαρα, κα.
2. Βουτάμε ένα υγρό πανί σε στάχτη ή σε αλισίβα και: καθαρίζει τις γυάλινες πόρτες από το τζάκι. Τρίβουμε τα τζάμια με ένα υγρό σφουγγάρι βουτηγμένο στη στάχτη. Μια πάστα από στάχτη και νερό μπορεί να αφαιρέσει τους λεκέδες από τα έπιπλα.
3. Αν θέλουμε να φύγει γρήγορα ένας λεκές από τα ρούχα την στιγμή που έγινε, βάζουμε πάνω του λίγη στάχτη και μετά από πέντε λεπτά τον τρίβουμε με ψίχα ψωμιού.
4. Η στάχτη χρησιμοποιείται για να διώξουμε τις άσχημες οσμές. Απλά την βάζουμε πάνω σε οτιδήποτε μυρίζει άσχημα. Πχ. Σε παλιές τουαλέτες, τουαλέτα της γάτας.
5. Για να ξεμυρίσει το ψυγείο μας βάζουμε μέσα ένα πιάτο με καρβουνόσκονη (από ξυλοκάρβουνο), και την ανανεώνουμε μέχρις ότου φύγει κάθε μυρωδιά.
6. Χρησιμοποιείται και στο πλύσιμο των δοντιών.
7. Μπορούμε να λουστούμε πολύ φυσικά με την αλισίβα, και να χρησιμοποιήσουμε ξύδι στο ξέβγαλμα, αυτό ευνοεί περισσότερο το λιπαρό μαλλί.
8. Την αλισίβα την χρησιμοποιούμε στην κουζίνα μας σε πολλά γλυκά και φαγητά, όπως στην παρασκευή μουσταλευριάς, στα μελομακάρονα, στο ψωμί. Εκτός από την υπέροχη γεύση και την βελούδινη υφή που δίνει στα φαγητά μας καθαρίζει το έντερο από τους παθογόνους μικροοργανισμούς. Το ψωμί γίνεται πιο αφράτο και το βοηθά να μην τρίβεται.
9. Για μεγάλο χρονικό διάστημα η στάχτη του ξύλου έχει χρησιμοποιηθεί στη γεωργία, δεδομένου ότι ανακυκλώνει τα θρεπτικά συστατικά πίσω στην γη. Η στάχτη χρησιμοποιείται και ως λίπασμα, αλλά δεν περιέχει άζωτο. Επίσης δεσμεύεται διοξείδιο του άνθρακα από τους μικροοργανισμούς μέσα στο χώμα η ανάπτυξη των οποίων ενισχύεται από τη στάχτη και η γη γίνεται πιο εύφορη. Λόγω της παρουσίας του ανθρακικού ασβεστίου εξουδετερώνεται η οξύτητα του εδάφους, αυξάνοντας το pH του και αυξάνει την δραστηριότητα των βακτηρίων του εδάφους. Η αύξηση της αλκαλικότητας του εδάφους επηρεάζει την θρέψη των φυτών. Θρεπτικές ουσίες είναι πιο εύκολα διαθέσιμες στα φυτά, όταν το έδαφος είναι ελαφρώς όξινο. Αλλά επειδή αυξάνεται πολύ το pH του εδάφους με την προσθήκη μεγάλων ποσοτήτων μπορεί να κάνει κακό παρά καλό. Η στάχτη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε φυτά που αγαπάνε όξινα εδάφη, όπως είναι οι πατάτες, τα βατόμουρα. Είναι καλο να χρησιμοποιείται με φειδώ και γίνεται τακτικά έλεγχος του PH του εδάφους.
https://i2.wp.com/2.bp.blogspot.com/-cs4MIoR8ciY/UKkGZs2V0wI/AAAAAAAAGG8/bv6zyyiiZmE/s1600/%CF%83%CF%84%CE%B1%CC%81%CF%87%CF%84%CE%B7.jpeg
10. Δυναμώνει τα φυτά που αγαπούν το ασβέστιο, όπως είναι οι ντομάτες, τα αμπέλια, οι φασολιές, το σπανάκι, ο αρακάς, τα αβοκάντο, τα σκόρδα κα. Ακόμα ευδοκιμούν και οι τριανταφυλλιές. Μπορούμε να προσθέσουμε 1 / 4 φλιτζανιού σε κάθε λάκκο κατά τη φύτευση.
11. Μια κουταλιά στάχτη ανά 1000 λίτρα νερό δυναμώνει υδρόβια φυτά.
12. Βοηθάει τα φυτά να μην παγώσουν τον χειμώνα αν ρίξουμε πάνω τους μια στρώση από στάχτες.
13. Απωθεί ζώα, τίποτα δεν πλησιάζει την στάχτη! Με την στάχτη απομακρύνονται από τον κήπο διάφορα έντομα και παράσιτα όπως γυμνοσάλιαγκες και σαλιγκάρια κα.
14. Διώχνει τα μυρμήγκια αν ρίξουμε λίγη στάχτη στην μυρμηγκοφωλιά τους. Δεν μπορούν να μεταφέρουν την στάχτη όποτε θα αλλάξουν φώλια!
15. Σκορπίζουμε στάχτη στις γωνίες και στα σκοτεινά σημεία της αποθήκης μας ή του σπιτιού μας. Όσο υπάρχει στάχτη δεν θα πλησιάζουν ποντίκια, κατσαρίδες, έντομα.
16. Απωθεί τις ψείρες (στο τριχωτό της κεφαλής), τους ψύλλους και τα τσιμπούρια από τα κατοικίδια ζώα. Μπορούμε να φτιάξουμε ένα μίγμα στάχτης μαζί με ξύδι ώστε να γίνει μια πηχτή λάσπη και να την αλείψουμε στο τριχωτό.
17. Απωθεί τον σκόρο. Μπορούμε να ρίξουμε στάχτη στα ρούχα μας και μετά να τα αποθηκεύσουμε και όταν θα θέλουμε να τα χρησιμοποιήσουμε απλά τα τινάζουμε. Μπορούν έτσι να μείνουν αρκετά χρόνια χωρίς να πάθουν τίποτα απολύτως.
18. Η ποτάσα (Υδροξείδιο του καλίου, ΚΟΗ) μπορεί να παραχθεί από στάχτη και αποσταγμένο νερό, η οποία με τη σειρά της μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην παραγωγή σαπουνιού. Η διαδικασία είναι λίγο πολύπλοκη και χρονοβόρα και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή γιατί η ποτάσα είναι καυστική.
19. Χρησιμοποιείται στα αιώνια αυγά, τα οποία είναι κονσερβοποιημένα αυγά που φτιάχνουν στην Ανατολή και χρησιμοποιούνται στην κουζίνα τους. Τα αυγά μπορούν να διατηρηθούν με μείγμα πηλού, στάχτης, αλάτι, ασβέστη, και φλοιού του ρυζιού για αρκετές εβδομάδες έως αρκετούς μήνες, ανάλογα με τη μέθοδο της επεξεργασίας.
20. Η σόδα (Ανθρακικό νάτριο Na2CO3, σόδα πλυσίματος) μπορεί να παραχθεί από την στάχτη. Η σόδα είναι γνωστή για την καθημερινή χρήση της ως αποσκληρυντικό του νερού.
Na2SO4 + CaCO3 + 2 C → Na2CO3 + 2 CO2 + CaS
Η σόδα παράγεται από βράσιμο του μίγματος στάχτης και νερού, και στη συνέχεια συλλέγεται όταν το νερό εξατμιστεί.
21. Η στάχτη λιώνει τον πάγο επειδή περιέχει αλάτι. Είναι λίγο πιο από το αλάτι ή άλλες χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στις μέρες μας.
22. ΦίλτροΤα κάρβουνα που μένουν από την καύση (τα μαύρα κομμάτια, όχι η γκρι / λευκή στάχτη) μπορούμε να τα χτυπήσουμε με ένα σφυρί και στη συνέχεια να τα αλέσουμε με ένα γουδοχέρι ή μπλέντερ και να πάρουμε μια λεπτή σκόνη. Η σκόνη αυτή από τα κάρβουνα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως φίλτρο.
23. Χρησιμοποιείται για να φιλτράρουμε το κρασί μας αν μας βρήκε λίγο θολό.
24. Αν το νερό πηγής μας έχει σκουλήκια ή κυπρίνους μπορούμε να το φιλτράρουμε την στάχτη και παίρνουμε ένα πεντακάθαρο νερό.
25. ΑφύγρανσηΚομμάτια από άνθρακα (κάρβουνο) τοποθετούνται σε μεταλλικά δοχεία με τρύπες και μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση υγρασίας σε μέρη όπως τα ντουλάπια, τα υπόγεια, κάτω από τους νεροχύτες κλπ.
26. Σβήνουμε τη φωτιά , πολύ εύκολα και γρήγορα πετώντας στάχτη πάνω της.
27. Τα παλιά χρόνια χρησιμοποιούσαν για την συντήρηση των σπόρων όπως των φασολιών μεγάλα πήλινα δοχεία που από πάνω τα κάλυπταν με παχύ στρώμα από στάχτη. Αυτό βοηθούσε να μην τα φάνε τα σκαθάρια. Μία μελέτη στη Νιγηρία δείχνει ότι η στάχτη ξύλου αφυδατώνει τους σπόρους και τους καθιστά λιγότερο επιρρεπή σε μόλυνση.
28. Χρησιμοποιείται σε πληγές για να σκοτώσει κάθε μικρόβιο και να γίνει η επούλωση πολύ γρήγορα. Διαλύουμε λίγο χειροποίητο σαπούνι μέσα στην αλισίβα και πλένουμε με αυτό την πληγή χωρίς να την ξεπλύνουμε μετά.
29. Ψυγείο χωρίς ηλεκτρικό. Μπορούμε να διατηρήσουμε φρούτα και λαχανικά χωρίς να πάθουν τίποτα για πολλές μέρες έως και χρόνια! Σκάβουμε έναν λάκκο, τον γεμίζουμε με στάχτη τοποθετούμε τα λαχανικά έτσι ώστε να μην έρχονται σε επαφή το ένα με το άλλο αλλά ούτε και με το χώμα. Σκεπάστε τον λάκκο με ,ένα ξύλο και τα αφήνουμε.
30. Παλιά για να διατηρήσουν την πυτιά, την βάζανε μέσα σε ένα κέρατο, το γεμίζανε με στάχτη, το σφραγίζανε με λάσπη και κρεμούσανε σε ένα δέντρο. Το αφήνανε εκεί για χρόνια χωρίς να πάθει τίποτα απολύτως η πυτιά.
https://i0.wp.com/1.bp.blogspot.com/_P-MowxO4_Fs/TLrNxUG84ZI/AAAAAAAAAvs/cPf85AmDAAY/s1600/%CF%83%CF%84%CE%B1%CC%81%CF%87%CF%84%CE%B71.jpg
Πηγές:https://biobaxes.wordpress.com/2012/11/30/%CF%87%CF%81%CE%AE%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%AC%CF%87%CF%84%CE%B7%CF%82/